- πανηγυρικῶν
- πανηγυρικόςoffem gen plπανηγυρικόςofmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μηνιάτης, Ηλίας — (Ληξούρι Κεφαλονιάς 1669 – Πάτρα 1714). Εκκλησιαστικός ρήτορας. Γιος ιερατικής οικογένειας, ο Μ. διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του Φραγκίσκο, πρωτοπαπά στο Ληξούρι. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Φλαγγινιανό γυμνάσιο της Βενετίας… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Χρυσάφης, Μανουήλ — Δύο Βυζαντινοί μουσικοδιδάσκαλοι και υμνογράφοι, που ήκμασαν μετά την Άλωση. 1. Ο Παλαιός. Μουσικός και υμνογράφος του 15ου 16ου αι. Κατά την Άλωση χρημάτισε αριστερός ψάλτης της Αγίας Σοφίας και έγραψε εκκλησιαστικούς ύμνους, τους οποίους… … Dictionary of Greek
φεστιβάλ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. πανηγυρική συναυλία, όπου αποκλειστικά εκτελούνται έργα του συνθέτη που τιμάται. 2. σειρά πανηγυρικών εκδηλώσεων, συνήθως καλλιτεχνικών, που γίνονται σε ορισμένο τόπο και σε ορισμένη χρονική διάρκεια και που έχουν ενιαίο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)